Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
-α, -ο [επίρρ. αγνάντια]
1. αυτός που βρίσκεται απέναντι, αντικρινός, αντικριστός
2. το ουδ. ως ουσ. το αγνάντιο
α) θέα από μακριά, αγνάντεμα
β) ύψωμα από όπου βλέπει κανείς τη γύρω περιοχή.