λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
-α, -ο [επίρρ. αγνάντια]
1. αυτός που βρίσκεται απέναντι, αντικρινός, αντικριστός
2. το ουδ. ως ουσ. το αγνάντιο
α) θέα από μακριά, αγνάντεμα
β) ύψωμα από όπου βλέπει κανείς τη γύρω περιοχή.