ἄγναμπτος και ἄκναμπτος, -ον (Α)άκαμπτος, αλύγιστος, ανένδοτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + γναμπτός ή κναμπτός τών ρημάτων γνάμπτω ή κνάμπτω.