αλισφακιά
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
Greek Monolingual
η 1. κοινή ονομασία του φυτού Salvia pomifera σε όλη την Ελλάδα. Την ίδια ονομασία έχουν επίσης, τοπικά, διάφορα άλλα είδη Σάλβιας, όπως τα Salvia officinalis, Salvia triloba (φασκομηλιά), S. verticillata και S. calycina.
2. το αφέψημα που παρασκευάζεται από τα φύλλα αυτού του φυτού, το φασκόμηλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλίσφακας.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλισφακίδι].