ἀλητοειδής
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
ές,
A like meal, meal coloured, Hp.Coac.590.
German (Pape)
[Seite 95] ές, mehlartig, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλητοειδής: -ές, ὡς ἄλευρον, ἔχων τὸ χρῶμα τοῡ ἀλεύρου, Ἱππ. Κωακ. 217.
Spanish (DGE)
-ές harinoso, del color de la harina Hp.Coac.590.
Greek Monolingual
ἀλητοειδής, -ὲς (Α)
ο όμοιος με αλεύρι, ή αυτός που έχει το χρώμα του αλευριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλητον + -ειδὴς < εἶδος.