Search results
- Hell. 7.2.20 und Sp., wie Plut. Ages. 26, Luc. οἰκοδόμος: ὁ строитель, зодчий Her., Xen. etc. οἰκοδόμος: ὁ, ὁ οἰκοδομῶν, κτίστης, ἀρχιτέκτων, Ἡρόδ. 2.7 KB (787 words) - 12:14, 26 October 2023
- ο (Α οικοδόμος) αυτός που οικοδομεί, κτίστης («χωρίον ἡμῖν τειχίσουσιν, οἰκοδόμους πολλοὺς ἔχοντες», Ξεν.) νεοελλ. 1. αυτός που διευθύνει την οικοδόμηση1,006 bytes (49 words) - 22:50, 27 March 2021
- Erbauer, Erbauerin; Greek: κτίστης, χτίστης, οικοδόμος; Ancient Greek: δωμήτωρ, δομήτωρ, ἐγερσίτης, οἰκοδόμος; Hebrew: בַּנַּאי; Hindi: निर्माता, राजगीर3 KB (253 words) - 12:15, 26 October 2023
- η (ΑΜ οικοδομή) [[[οικοδόμος]] (Ι)] 1. ανέγερση κτηρίου, οικοδόμηση, κτίσιμο («η οικοδομή θα αρχίσει σε έναν μήνα») 2. το υπό ανέγερση κτήριο 3. οικοδόμημα836 bytes (53 words) - 15:00, 18 June 2022
- Erbauer, Erbauerin; Greek: κτίστης, χτίστης, οικοδόμος; Ancient Greek: δωμήτωρ, δομήτωρ, ἐγερσίτης, οἰκοδόμος; Hebrew: בַּנַּאי; Hindi: निर्माता, राजगीर3 KB (247 words) - 12:15, 26 October 2023
- ἀρχιτέκτων, λιθοδόμος, τέκτων, οἰκοδομικός, οἰκοδόμος141 bytes (5 words) - 21:40, 14 October 2019
- /entesdomos/? Compounds: Old compounds νεό-δματος, νεό-δμη-τος (Pi.). οἰκοδόμος etc. Derivatives: δέμας (nom. and acc.) building of the body, outward appearance22 KB (2,072 words) - 16:50, 18 September 2024
- P. ἀρχιτέκτων, ὁ; see also maker. builder: Ar. and P. οἰκοδόμος, ὁ. Afrikaans: argitek; Albanian: mjeshtër i ndërtimit, mjeshtëre e ndërtimit, ndërtimtar4 KB (304 words) - 11:26, 12 November 2024
- οἰκοδομέομαι, οἰκοδομοῦμαι bâtir ou construire pour soi, acc.. Étymologie: οἰκοδόμος. ein Haus bauen; οἰκίας, Her. 1.114; νηόν, 1.21; πυραμίδα, 2.101; τεῖχος15 KB (1,494 words) - 15:21, 16 November 2024
- Erbauer, Erbauerin; Greek: κτίστης, χτίστης, οικοδόμος; Ancient Greek: δωμήτωρ, δομήτωρ, ἐγερσίτης, οἰκοδόμος; Hebrew: בַּנַּאי; Hindi: निर्माता, राजगीर4 KB (418 words) - 08:48, 13 June 2024
- l'architecture; 2 habile à bâtir ; ὁ οἰκοδομικός, architecte ou maçon. Étymologie: οἰκοδόμος. ή, όν, zum Hausbau gehörig; ἡ οἰκοδομική, sc. τέχνη, die Baukunst, Plat8 KB (641 words) - 13:39, 26 October 2023
- Erbauer, Erbauerin; Greek: κτίστης, χτίστης, οικοδόμος; Ancient Greek: δωμήτωρ, δομήτωρ, ἐγερσίτης, οἰκοδόμος; Hebrew: בַּנַּאי; Hindi: निर्माता, राजगीर12 KB (1,104 words) - 07:44, 15 November 2023
- ἀρχιτέκτων, οἰκοδομικός, οἰκοδόμος99 bytes (3 words) - 00:35, 14 October 2019
- 詞類次數:動詞(2) 原文字根:向上-家-建造 字義溯源:重新建造;由(ἀνά)*=上)與(οἰκοδομέω / οἰκοδόμος)=匠人)組成;而 (οἰκοδομέω / οἰκοδόμος)出自(οἰκοδομή)=建築), (οἰκοδομή)又由(οἶκος)*=住處)與(δῶμα)=廈)組成,其中9 KB (769 words) - 15:41, 16 November 2024
- 詞類次數:動詞(8) 原文字根:在上-家-建造 字義溯源:建立,建造,造就;由(ἐπί)*=在⋯上)與(οἰκοδομέω / οἰκοδόμος)=匠人)組成;而 (οἰκοδομέω / οἰκοδόμος)出自(οἰκοδομή)=建築), (οἰκοδομή)又由(οἶκος)*=住處)與(δῶμα)=廈)組成,其中10 KB (920 words) - 15:40, 16 November 2024
- δωμήτωρ, δομήτωρ, ἐγερσίτης, οἰκοδόμος192 bytes (4 words) - 12:14, 26 October 2023
- -εως + συνδετικό φωνήεν -ο- + -δόμος (< δόμος < δέμω «χτίζω»), πρβλ. οικοδόμος.533 bytes (19 words) - 13:15, 25 August 2021
- [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + -δόμος (< δόμος < δέμω «κτίζω, κατασκευάζω»), πρβλ. οἰκοδόμος. Ο τ. απαντά και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. toko-domo)].695 bytes (36 words) - 13:20, 25 August 2021
- ὁ, Α τίκτων οικοδόμος.70 bytes (4 words) - 12:57, 29 September 2017
- ο χτίστης, οικοδόμος.68 bytes (3 words) - 07:01, 29 September 2017