τυφωνικός
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
German (Pape)
[Seite 1166] stürmisch, ἄνεμος, N.T.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de trombe, d'ouragan, impétueux, orageux.
Étymologie: τυφῶν.
English (Strong)
from a derivative of τύφω; stormy (as if smoky): tempestuous.
English (Thayer)
τυφωνικη, τυφωνικον (Τυφῶν (cf. Chandler edition 1 § 659), a whirlwind, hurricane, typhoon), like a whirlwind, tempestuous: ἄνεμος, Acts 27:14.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τυφωνικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και τυφωνιακός Α [τυφῶν, -ῶνος]
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τυφώνα, στον τροπικό κυκλώνα
2. φρ. «τυφωνικό κύμα»
(μετεωρ.) μεγάλου ύψους κύμα που δημιουργείται από τον τυφώνα καθώς αυτός κινείται προς τις ακτές και ωθεί το νερό, προξενώντας μεγάλες καταστροφές στα λιμάνια και στις άλλες εγκαταστάσεις, όπως και στους παράκτιους οικισμούς
μσν.-αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Τυφώνα ή που προέρχεται από αυτόν
2. θυελλώδης («ἄνεμος τυφωνικὸς ὁ καλούμενος Εὐροκλύδων», ΚΔ).
Russian (Dvoretsky)
τῡφωνικός: ураганный, бурный (ἄνεμος NT).
Chinese
原文音譯:tufwnikÒj 替賀你可士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:暴風
字義溯源:暴風雨,像是暴風雨,有暴風雨的,狂;源自(τύφω)*=冒煙)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 狂(1) 徒27:14