Δωτώ
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
English (LSJ)
οῦς, ἡ, Giver, name of a Nereid, Il.18.43, Hes.Th.248.
Spanish (DGE)
-οῦς, ἡ
Doto una nereida Il.18.43, Hes.Th.248, Apollod.1.2.7, Verg.Aen.9.102, Hyg.Fab.praef.8, Paus.2.1.8, AL 18.40, Val.Flac.1.134.
French (Bailly abrégé)
οῦς (ἡ) :
Dotô, Néréide.
Étymologie: δίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
Δωτώ: οῦς ἡ Дото (одна из Нереид) Hom., Hes.
Greek (Liddell-Scott)
Δωτώ: -οῦς, ἡ, πάροχος, ὄνομα μιᾶς τῶν Νηρηίδων, Ἰλ. Σ. 43, Ἡσ. Θ. 248.
English (Autenrieth)
a Nereid, Il. 18.43†.
Greek Monotonic
Δωτώ: -οῦς, ἡ (δί-δωμι), μία Νηρηίδα, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.