Εἱλωτικός
From LSJ
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
English (LSJ)
Εἱλωτική, Εἱλωτικόν, of Helots, τὸ Εἱ. the Helots collectively, Paus.4.23.1; Εἱ. πλῆθος Plu.Sol.22.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
helótico gentilicio de la ciudad laconia de Helos, St.Byz.s.u. Ἕλος.
Greek Monotonic
Εἱλωτικός: -ή, -όν, αυτός που έχει σχέση με τους είλωτες, σε Πλούτ.