Κυμώ
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
English (LSJ)
οῦς, ἡ, Wavy, a Nereid, Hes.Th.255.
French (Bailly abrégé)
οῦς (ἡ) :
Kymô, Néréide.
Étymologie: κῦμα.
Greek (Liddell-Scott)
Κῡμώ: -οῦς, ἡ, ἡ πλήρης κυμάτων, Νηρηΐς τις, Ἡσ. Θ. 255.
Greek Monolingual
Κυμώ, -οῦς, ἡ (Α) κύμα
(όν. Νηρηίδας) η γεμάτη από κύματα.
Greek Monotonic
Κῡμώ: -οῦς, ἡ (κῦμα), Κυματώδης, Κυματιστή Νηρηίδα, σε Ησίοδ.