Λιπάρα
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
[πᾰ], ἡ, Lipara, the largest of the Aeolian islands, Th.3.88, etc.:—Adj. Λῐπᾰραῖος, α, ον, of Lipara, αἱ Λ. νῆσοι the group of these islands, Plb.1.25.4, etc.; ἡ Λιπαραίων πόλις Arist.Mete.367a6; λίθος Λιπαραῖος a stone like volcanic glass or obsidian, Thphr. De Lapidibus 14, Orph. L.692.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Lipari, île avec ville du même nom ; αἱ Λιπάραι les îles Lipari, les îles éoliennes.
Russian (Dvoretsky)
Λῐπάρα: (πᾰ) ἡ Липара (самый большой из Липарских - Эолийских - островов, у сев.-вост. побережья Сицилии) Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
Λῐπάρα: [πᾰ], ἡ, ἡ μεγίστη τῶν νήσων τοῦ Αἰόλου, Θουκ. 3. 88, κτλ.· ‒ ἐπίθ. Λιπᾰραῖος, α, ον, ἀνήκων εἰς τὴν Λιπάραν, αἱ Λ. νῆσοι, τὸ ἄθροισμα τῶν νήσων τούτων, Πολύβ. 1. 25, 4, κτλ.· ἡ Λιπαραίων πόλις Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 15· λίθος Λιπαραῖος, λίθος τις ὅμοιος πρὸς ἡφαιστειώδη ὕαλον, Θεόφρ. π. Λίθ. 14, Ὀρφ. Λιθ. 686.
Greek Monotonic
Λῐπάρα: [πᾰ], ἡ, το μεγαλύτερο από τα Αιολικά νησιά, σε Θουκ., κ.λπ.· επίθ. Λῐπᾰραῖος, -α, -ον, αυτός που ανήκει στη Λιπάρα, αἱ Λιπαραῖοι νῆσοι, σύνολο, άθροισμα των νησιών αυτών, σε Πολύβ.
Middle Liddell
Λῐπᾰ́ρα, ἡ,
the largest of the Aeolian islands, Thuc., etc.:—adj. Λῐπᾰραῖος, η, ον of Lipara, αἱ Λ. νῆσοι the group of these islands, Polyb.