Νεμεονίκης
From LSJ
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, victor in the Nemean Games, Sch.Pi.N.7.118, CIG4359 (Pamphylia).
Greek Monolingual
Νεμεονίκης, ὁ (Α)
ο νικητής στα Νέμεα, ο οποίος έπαιρνε ως βραβείο στέφανο από δρυ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Νεμέα + συνδετικό φωνήεν -ο- + -νίκης (< νίκη), πρβλ. Ισθμιονίκης, Ολυμπιονίκης].