Πελειάδες
From LSJ
English (LSJ)
poet. for Πλειάδες.
English (Slater)
Πελειᾰδες
a doves, the priestesses at Dodona; test., Σ, Soph., Trach., 172: Εὐριπίδης δὲ τρεῖς γεγονέναι φησὶν αὐτάς· οἱ δὲ δύο καὶ τὴν μὲν εἰς Λιβύην ἀφικέσθαι Θήβηθεν εἰς τὸ τοῦ Ἄμμωνος χρηστήριον τὴν λτ;δὲ εἰς τὸγτ; περὶ τὴν Δωδώνην. ὡς καὶ Πίνδαρος παιᾶσιν fr. 58.
b Pleiades, daughters of Atlas and Pleione, v. Πληιόνα. ἔστι δ' ἐοικὸς ὀρειᾶν γε Πελειάδων μὴ τηλόθεν ὠαρίωνα νεῖσθαι as constellations in the heavens (N. 2.11)
Russian (Dvoretsky)
Πελειάδες: αἱ Пелейады
1 Hes. = Πλειάδες;
2 жрицы Додонского храма Her., Soph.