Πλουτεύς

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πλουτεύς Medium diacritics: Πλουτεύς Low diacritics: Πλουτεύς Capitals: ΠΛΟΥΤΕΥΣ
Transliteration A: Plouteús Transliteration B: Plouteus Transliteration C: Plouteys Beta Code: *plouteu/s

English (LSJ)

ὁ, collat. form of Πλούτων, gen. Πλουτέως Luc.Trag.13, IG 3.1341, 1355, Πλουτῆος AP7.587 (Jul. Aegypt.); dat. Πλουτέϊ Mosch. 3.126, Πλουτῆϊ ib.22, 118, AP14.55.7; acc. Πλουτέα ib.9.137 (Hadr.).

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
Ploutée, c. Πλούτων.

Russian (Dvoretsky)

Πλουτεύς: ἑως, эп.-ион. ῆος ὁ Luc. = Πλούτων.

Greek (Liddell-Scott)

Πλουτεύς: ὁ, τύπος ἰσοδύναμος τῷ Πλούτων, γεν. Πλουτέως Λουκ. Τραγῳδοπ. 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 569, Πλουτέος Μόσχ. 3. 125, Πλουτῆος Ἀνθ. Π. 7. 587· δοτ. Πλουτέϊ Μόσχ. 3. 133, Πλουτῆϊ αὐτόθι 22. 125, Ἀνθ. Π. 14. 55· αἰτ. Πλουτέα Ἀνθ. Π. 9. 137.

Greek Monotonic

Πλουτεύς: ὁ, ισοδύν. τύπος του Πλούτων, γεν. Πλουτέως, -έος, σε Ανθ.· δοτ. Πλουτέϊ, ῆϊ· αιτ. Πλουτέα, στον ίδ. κ.λπ.

Middle Liddell

Πλουτεύς, έως, ὁ, [collat. form of Πλούτων [gen. Πλουτέως, -έος, Anth.; dat. Πλουτέϊ, -ῆι; acc. Πλουτέα Anth., etc.]