Πλουτεύς
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
English (LSJ)
ὁ, collat. form of Πλούτων, gen. Πλουτέως Luc.Trag.13, IG 3.1341, 1355, Πλουτῆος AP7.587 (Jul. Aegypt.); dat. Πλουτέϊ Mosch. 3.126, Πλουτῆϊ ib.22, 118, AP14.55.7; acc. Πλουτέα ib.9.137 (Hadr.).
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
Ploutée, c. Πλούτων.
Russian (Dvoretsky)
Πλουτεύς: ἑως, эп.-ион. ῆος ὁ Luc. = Πλούτων.
Greek (Liddell-Scott)
Πλουτεύς: ὁ, τύπος ἰσοδύναμος τῷ Πλούτων, γεν. Πλουτέως Λουκ. Τραγῳδοπ. 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 569, Πλουτέος Μόσχ. 3. 125, Πλουτῆος Ἀνθ. Π. 7. 587· δοτ. Πλουτέϊ Μόσχ. 3. 133, Πλουτῆϊ αὐτόθι 22. 125, Ἀνθ. Π. 14. 55· αἰτ. Πλουτέα Ἀνθ. Π. 9. 137.
Greek Monotonic
Πλουτεύς: ὁ, ισοδύν. τύπος του Πλούτων, γεν. Πλουτέως, -έος, σε Ανθ.· δοτ. Πλουτέϊ, ῆϊ· αιτ. Πλουτέα, στον ίδ. κ.λπ.
Middle Liddell
Πλουτεύς, έως, ὁ, [collat. form of Πλούτων [gen. Πλουτέως, -έος, Anth.; dat. Πλουτέϊ, -ῆι; acc. Πλουτέα Anth., etc.]