Πορνόπιος

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πορνόπιος Medium diacritics: Πορνόπιος Low diacritics: Πορνόπιος Capitals: ΠΟΡΝΟΠΙΟΣ
Transliteration A: Pornópios Transliteration B: Pornopios Transliteration C: Pornopios Beta Code: *porno/pios

English (LSJ)

ὁ (sc. μήν), name of month at Cyme, BCH37.166,51.375; cf. Παρνόπιος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ονομασία μήνα στην Κύμη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. συνδέεται με την λ. πάρνοψ / πόρνοψ «είδος ακρίδας»].