Σικελιώτης
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
Σικελιώτου, ὁ, Sicilian Greek, as distinguished from a native Σικελός, Th.7.32, etc.:—Adj. Σικελιωτικός, Σικελιωτική, Σικελιωτικόν, Dsc.3.24; neut. Σικελιωτικόν, τό = ψύλλιον, Ps.-Dsc.4.69; fem. Σικελιῶτις συγγραφή, title of work by Antiochus of Syracuse, Paus.10.11.3.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Sicilien, habitant grec de Sicile.
Étymologie: Σικελία.
Russian (Dvoretsky)
Σῐκελιώτης: ου ὁ сикелиот, греческий поселенец в Сицилии Thuc., Xen.
Greek (Liddell-Scott)
Σῐκελιώτης: -ου, ὁ, Ἕλλην κάτοικος Σικελίας, κατὰ διάκρισιν ἀπὸ τοῦ ἐγχωρίου, ὅστις ἐκαλεῖτο Σικελός. Θουκ. 7. 32, κτλ. - Ἐπίθ. -ιωτικός, ή, όν. Διοσκ. 3. 29· καὶ ὡς ἐπίθ. -ιῶτις, -ιδος, Παυσ. 10. 11. Πρβλ. Ἰταλιώτης.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και θηλ. Σικελιώτισσα Ν, και θηλ. Σικελιώτις, -ώτιδος, Α
Έλληνας κάτοικος της Σικελίας, σε αντιδιαστολή προς τους γηγενείς
αρχ.
το θηλ. φρ. «Σικελιῶτις συγγραφή» — τίτλος έργου του Αντιόχου του Συρακοσίου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Σικελία + κατάλ. -ώτης (πρβλ. Ἰταλιώτης)].
Greek Monotonic
Σῐκελιώτης: -ου, ὁ, Έλληνας κάτοικος της Σικελίας, που διακρίνεται από τον αυτόχθονα Σικελό(Σικελός), σε Θουκ.
Middle Liddell
Σῐκελιώτης, ου, ὁ,
a Sicilian Greek, as distinguished from a native Σικελός, Thuc. [from Σῐκελός]