Σπαρτιᾶτις
From LSJ
Middle Liddell
Σπαρτιᾶτις, Σπαρτιάτιδος, (sub. γυνή) Spartan, a Spartan woman, Eur., etc.; (sub. χώρα Laconia, Plut.; also as adj., Σπ. γυνή, χθών, γῆ Eur.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f.
de Sparte ; ἡ Σπαρτιᾶτις femme de Sparte, ou territoire de Sparte.
Étymologie: Σπαρτιάτης.
Russian (Dvoretsky)
Σπαρτιᾶτις: ιδος adj. f спартанская (γυνή, χθών Eur.).
ιδος ἡ
1 (sc. γυνή) спартанка Eur.;
2 (sc. γῆ) область Спарты Plut.