Σφηττός
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
ὁ, a deme of the Acamantian φυλή in Attica, Str.9.1.20; Σφηττοῖ = in Sphettos or at Sphettos,Lys.17.5, Aeschin.1.97; Σφηττόθεν = from Sphettos, IG12.591, Plu.Thes.13; Σφηττόνδε = to Sphettos, St.Byz.:—Σφήττιος, ὁ, a Sphettian, IG12.304.20, Ar.Nu.156, Aeschin.1.100; also as adjective, ὄξος Σφήττιος, proverbial, Ar.Pl.720, cf. Did. ap. Ath.2.67d.
French (Bailly abrégé)
Sphettos, dème de la tribu Akamantide, patrie de Χαιρεφῶν (q.v.).
Russian (Dvoretsky)
Σφηττός: ὁ Сфетт (дем в филе Ἀκαμαντίς) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
Σφηττός: ὁ, δῆμος, τῆς Ἀκαμαντίδος φυλῆς ἐν τῇ Ἀττικῇ, Στράβ. 397· Σφηττοῖ, Λυσί, 148. 32, Αἰσχίν. 13. 43· Σφηττόθεν, Πλουτ. Θησ. 13· Σφηττόνδι, Στέφ. Β· ― Σφήττιος, ὁ, ὁ δημότης, Ἀριστοφ. Νεφ. 156, Αἰσχίν.· καὶ ὡς ἐπίθ., Σφ. ὄξος, παροιμιῶδες, Ἀριστοφ. Πλ. 720, πρβλ. Ἀθην. 67D.
Greek Monotonic
Σφηττός: ὁ, δήμος της Ακαμαντίδας φυλής στην Αττική, σε Στράβ.· Σφηττοῖ, στον Σφηττό, σε Αισχίν.· Σφηττόθεν, από τον Σφηττό, σε Πλούτ.· Σφήττιος, ὁ, αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τον Σφηττό, σε Αριστοφ., Αισχίν.
Middle Liddell
Σφηττός, οῦ, ὁ,
a deme of the Acamantian φυλή in Attica, Strab.