Τῖφυς
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
ῠος, ὁ, Tiphys, the pilot of the ship Argo, Pherecyd.Fr. 107 J., A.R.1.105, al., Lyc.890
A (Ἶφυς A.Fr.21 (Ἶφις Schmidt)).
II nightmare, Did. ap. Sch.Ar.V.1033.
Greek (Liddell-Scott)
Τῖφυς: -υος, ὁ, ὁ κυβερνήτης ἢ πηδαλιοῦχος τῆς Ἀργοῦς. ΙΙ. ὁ νυκτερινὸς ἐφιάλτης, Λατ. incubus, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1033.