ἐφιάλτης
English (LSJ)
ἐφιάλτου, ὁ, Aeol. ἐπιάλτης Alc.129, also ἐπίαλος ibid.:—nightmare, conceived as a throttling demon, Phryn.Com.1, Dsc.3.140 (pl.), Artem.2.37, Ruf. ap. Orib. 7.26.177, Str.1.2.8; pr. n. of one of the Aloidae, Il.5.385, Od.11.308, Pi.P.4.89 (Ἐπιάλτης- acc. to Sch.Od. l.c., cf. A.D.Synt.179.22), and Att. pr. n., cf. Acl.Dion.Fr.381, IG12.950.92, etc. (Identified with ἠπιόλης by A.D.Fr.8.12 (or Apollodorus, v. Sophr.68 note); ἐπιάλτης is expld. as ῥιγοπύρετον by Suid.; popularly connected with ἐφάλλομαι, Sch.B Il.5.385, or ἐφιάλλω, EM403.32; cf. incubo; ἐφιαλτία, ἡ, = γλυκυσίδη, Aët.1.84; = ἐφιαλτεία (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1118] ὁ, = ἐπιάλτης, der Alp, eigtl. der Aufspringer, incubo, VLL.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
cauchemar.
Étymologie: ἐπί, ἄλλομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφιάλτης: -ου, ὁ, ὁ ἁλλόμενος ἐπί τι, ὁ πνιγαλίων, ἢ ἠπιάλης, πάθος στομαχικόν, καθ’ ὃ ὁ κοιμώμενος αἰσθάνεται ὡς νὰ πηδᾷ τις ἐπ᾿ αὐτοῦ καὶ νὰ τὸν πλακώνῃ, Λατ. incubo, κοινῶς «βραχνιᾶς», Φρύν. Κωμ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 2, Στράβ. 19· Αἰολ. ἐπιάλτης, Ἀλκαῖος 129. ― Κατ᾿ Εὐστ. (Ἰλ. σ. 561. 10), «Ἐφιάλτης δὲ οὐ μόνον κύριον, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ πάθους ἡ λέξις κεῖται στομαχικοῦ, ὃ καὶ ἐπίαλτος λέγεται· τοῦτο δὲ ὁ χυδαῖος ἄνθρωπος βαρυχνᾶν λέγει. Ἡ δὲ διὰ τοῦ φ γραφὴ τοῦ ἐφιάλτου ἢ διὰ τὸ ἴσως δασύνεσθαι τὸ ἰφάλλῳ παρά τισι γίνεται ἢ κατά τινα γλῶσσαν τροπῇ τοῦ ψιλοῦ εἰς δασύ» κτλ.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ἐφιάλτης, Α και ἐπιάλτης και ἐπίαλος)
τρομακτικό όνειρο με γενική δυσφορία, που προκαλείται λόγω διαταραχής του οργανισμού, κυρίως από υπερβολικό στομαχικό φόρτο, βραχνάς
νεοελλ.
1. μτφ. καθετί που προκαλεί φόβο και αγωνία και καταπιέζει την ψυχή
2. γένος υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας ichneumonidae
3. ονομασία του πτηνού γκιόνης
αρχ.
1. ως κύριο όν. ο Εφιάλτης
α) δαίμων της νύχτας που προκαλεί βραχνά
β) ο προδότης που οδήγησε τους Πέρσες στα νώτα τών Σπαρτιατών κατά τη μάχη τών Θερμοπυλών
γ) ένας από τους Αλωάδες
2. (κατά το Ε. Γουδ.) «ὁ ἐφαλλόμενος ἀτάκτως», αυτός που πηδά ή πατά βαριά πάνω σε κάτι
3. (κατά το λεξ. Σούδα) «ριγοπύρετον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. εφιάλτης (αιολ. επιάλτης, επίαλος) συσχετίστηκε παρετυμολογικά από τους αρχαίους με το ρ. εφάλλομαι «εφορμώ πάνω σε κάποιον», άποψη που φαίνεται και από τη γλώσσα του Ησύχ. «εφιάλτης
ο επιπηδών». Η ερμηνεία εξάλλου σύμφωνα με την οποία ο τ. προέρχεται από τον τ. ηπίαλος (πρβλ. και ηπιάλης, ηπιόλης, προς τους οποίους δημιουργήθηκε σύγχυση) «ονομασία πυρετού» υπό την επίδραση του ρ. εφάλλομαι και τών τ. επίαλος και επιάλτης δεν είναι πολύ πειστική, επειδή παρουσιάζει σοβαρά σημασιολογικά προβλήματα].
Frisk Etymological English
-ου
Grammatical information: m. (Phryn. Kom., Dsk.),
Meaning: nightmare (Phryn. Kom., Dsk.) - Ἐφιάλτης (Ἐπι-) 1. mythical PN, son of Aloeus (or of Poseidon) and Iphimedeia, famous because of his unusual greatness and strength (Ε 385, λ 308, Pi. P. 4, 89); 2. PN (Hdt. etc.).,
Other forms: also ἐπιάλτης (Alc. in Eust. 1687, 52); in the same meaning also ἠπιάλης, acc. -ητα (Sophr.), ἠπιόλης (Hdn. Gr.).
Dialectal forms: Myc. E-pi-ja-ta?
Derivatives: ἐφιαλτικός suffering from nightmare (Medic.), and the plant-name ἐφιάλτιον, -τία (Ps.-Dsc., Aët., because of its prophylactic use, Strömberg Pflanzennamen 90).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: No etymology. In antiquity the name of nightmare, which is clearly as original name of a demon identical with the mythical name (cf. Nilsson Gr. Rel. 1, 226), was connected with ἐφάλλομαι jump (up)on somebody; cf. ἐφιάλτης ὁ ἐπιπηδῶν H. and Fraenkel Nom. ag. 1, 33 n.1. The explanation, which is phonetically not without problems (Leumann Hom. Wörter 80 n. 45; s. also Schwyzer-Debrunner 465 n. 9 with different interpretation), must be considered as folk-etymology. The suggestion of Leumann l. c. (with Meister Dial. 1, 117), that ἐφιάλτης came from ἠπίαλος, name of a fever, through ἐπίαλος, ἐπιάλτης reshaped through folk-etymology after ἐφάλλομαι, is, acc. to Frisk, less probable because of the difference in meaning. Leumann separates the PN Ἐφιάλτης from that of the demon and connects it with ἐπ-ιάλλειν (but this does not explain the φ). - The forms ἠπιάλης, -όλης are based on mixing with ἠπίαλος, s. v. Other folk-etymological reshapings (ἐφέλης, ἐπωφέλης etc.) in H. s. ἐπιάλης. If the name is identical with the noun ἠπίαλος, as Leumnn and Fur. 159, 258, 342 assume, it is Pre-Greek, which is what one might expect.
Frisk Etymology German
ἐφιάλτης: -ου
{ephiáltēs}
Forms: auch ἐπιάλτης (Alk. bei Eust. 1687, 52); in derselben Bedeutung auch ἠπιάλης, Akk. -ητα (Sophr.), ἠπιόλης (Hdn. Gr.). Myk. E-pi-ja-ta?
Grammar: m. (Phryn. Kom., Dsk. u. a.),
Meaning: Alpdruck; — Ἐφιάλτης (Ἐπι-) 1. mythischer EN, Sohn des Aloeus (od. des Poseidon) und der Iphimedeia, wegen seiner ungeheuren Größe und Stärke berühmt (Ε 385, λ 308, Pi. P. 4, 89); 2. PN (Hdt. usw.).
Derivative: Davon ἐφιαλτικός von Alpdruck leidend (Mediz.) und die Pflanzennamen ἐφιάλτιον, -τία (Ps.-Dsk., Aët. u. a.; wegen des prophylaktischen Gebrauchs, Strömberg Pflanzennamen 90).
Etymology: Keine annehmbare Etymologie. Schon von den Alten wurde die Benennung des Alpdrucks, die offenbar als ursprünglicher Dämonenname mit dem mythischen Namen identisch ist (vgl. Nilsson Gr. Rel. 1, 226), mit ἐφάλλομαι ‘auf jmdn. zuspringen’ verknüpft; vgl. ἐφιάλτης· ὁ ἐπιπηδῶν H. und Fraenkel Nom. ag. 1, 33A. 1. Die Erklärung, die lautlich nicht glatt ist (Leumann Hom. Wörter 80 A. 45; s. auch Schwyzer-Debrunner 465 A. 9 mit abweichender Auffassung), muß als Volksetymologie betrachtet werden. Die Vermutung Leumanns a. a. O. (mit Meister Dial. 1, 117), ἐφιάλτης wäre aus >ἠπίαλος Ben. eines Fiebers über ἐπίαλος, ἐπιάλτης nach ἐφάλλομαι volksetymologisch umgestaltet, ist indessen wegen der abweichenden Bedeutung wenig glaubhaft. Den PN Ἐφιάλτης will Leumann vom Dämonennamen trennen und auf ἐπιάλλειν beziehen. — Die Form ἠπιάλης, -όλης beruht auf Vermischung mit ἠπίαλος, s. d. Andere volksetymologische Umbildungen (ἐφέλης, ἐπωφέλης usw.) bei H. s. ἐπιάλης; ungenügende Erklärungsversuche von Fick KZ 45, 56f. (s. auch Bechtel Dial. 1, 120 und M. Schmidt zur H.-stelle).
Page 1,598-599
Translations
nightmare
Afrikaans: nagmerrie, nagvrees; Albanian: ankth; Amharic: ቅዠት; Arabic: كَابُوس; Egyptian Arabic: كابوس; Hijazi Arabic: كابوس; South Levantine Arabic: كابوس; Aramaic: ܟܒܘܫܐ; Armenian: մղձավանջ; Asturian: velea, pesadiella; Azerbaijani: kabus, qarabasma; Basque: amesgaizto; Belarusian: кашмар; Bengali: দুঃস্বপ্ন, কুস্বপ্ন; Bulgarian: кошмар; Burmese: အိပ်မက်ဆိုး, ခြောက်အိပ်မက်တခု; Catalan: malson; Central Huishui Hmong: npau suav phem; Cherokee: ᎠᏟᎩᎠ; Chinese Mandarin: 噩夢/噩梦, 惡夢/恶梦, 夢魘/梦魇; Corsican: sunniacciu, sonniacciu, sugnacciu; Czech: noční můra; Danish: mareridt; Divehi: ބިރުވެރި ހުވަފެން; Doteli: बहलो; Dutch: nachtmerrie; Esperanto: sonĝaĉo, premsonĝo, koŝmaro; Estonian: õudusunenägu, košmaar; Faroese: marra; Finnish: painajainen; French: cauchemar, mauvais rêve; Friulian: čhalčhut; Galician: pesadelo; Georgian: კოშმარი, მაჯლაჯუნა; German: Albtraum, Alptraum, Albdruck, Nachtmahr; Greek: εφιάλτης; Ancient Greek: ἐφιάλτης, ἐπιάλτης, ἐπίαλος, ἠπιάλης, πνιγαλίων; Gujarati: દુઃસ્વપ્ન; Haitian Creole: kochma; Hausa: mafarki mai ban tsoro; Hawaiian: moehewa; Hebrew: סִיּוּט; Hindi: बुरा सपना, दुःस्वप्न, कुस्वप्न, काबूस, आल-जंजाल; Hungarian: rémálom, lidércnyomás; Icelandic: martröð; Ido: koshmaro; Indonesian: mimpi buruk; Interlingua: incubo; Irish: tromluí; Italian: incubo, brutto sogno; Iu Mien: maaix; Japanese: 悪夢; Javanese: ngipi elek; Kannada: ದುಃಸ್ವಪ್ನ; Kazakh: қорқынышты түс, жаман түс, шатасқан түс; Khmer: សប្តិអាក្រក់, ទុសុបិន; Korean: 악몽(惡夢); Kurdish Central Kurdish: خەوی ناخۆش; Kyrgyz: коркунучтуу жаман түш; Ladin: strassomech, trota; Lao: ຝັນຮ້າຍ; Latin: incubus, incubo; Latvian: murgi; Lithuanian: košmaras; Low German: Alpdröm; Lower Sorbian: mórawa; Luhya: liroro libi; Lushootseed: səsaʔalitut; Luxembourgish: Alpdram; Macedonian: кошмар; Malagasy: ny nofy ratsy; Malay: mimpi buruk, mimpi ngeri; Malayalam: പേടിസ്വപ്നം, പേടിസപ്നം; Maltese: ħmar il-lejl; Maori: moepapa, moenanu, kuku, kuti; Marathi: दुःस्वप्न; Mongolian: аймшиг; Nepali: दुःस्वप्न; Norman: ponserêsse; Norwegian: mareritt; Occitan: cachavièlha; Ojibwe: giiwanaadingwaam, zegingwashi; Old English: *nihtmare, ielfādl; Persian: کابوس; Polish: koszmar, mara, zmora; Portuguese: pesadelo; Punjabi: ਡਰਾਉਣਾ ਸੁਪਨਾ; Romanian: coșmar; Romansch: dischariel, derschalet, darschalet, dischöl, fulet, ischier; Russian: кошмар, страшный сон; Sanskrit: दुःस्वप्न; Scottish Gaelic: mearan-cadail, trom-laighe; Serbo-Croatian Cyrillic: ноћна мора, кошмар; Roman: noćna mora, košmar; Shan: ၽၼ်ႁၢႆႉ; Sinhalese: බියකරු සිහිනය; Slovak: nočná mora, nočný motýľ; Slovene: nočna mora; Spanish: pesadilla, mal sueño; Sundanese: goreng ngimpina; Swahili: jinamizi; Swedish: mardröm; Tagalog: bangungot; Tajik: кобус; Tamil: அமுக்கி; Tangut: 𗭨𘈛; Telugu: నైట్మేర్, పీడకల, అయిన నైట్మేర్, నైట్ మేర్; Thai: ฝันร้าย; Tibetan: གཉིད་ལམ་འཚུབ་པོ; Turkish: kâbus, karabasan, korkulu rüya; Ukrainian: кошмар; Urdu: کابوس, کسوپن; Uzbek: kobus; Vietnamese: ác mộng; Volapük: kojmar; Walloon: tchôcmwår; Welsh: hunllef; West Frisian: nachtmerje, nachtmare; Yiddish: בײַזער חלום, קאָשמאַר, נייטמער; Yoruba: àlákálàá