άδακρυς

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source

Greek Monolingual

ἄδακρυς (-υος), -υ (Α) δάκρυ
1. αυτός που δεν δακρύζει ή δεν δάκρυσε, ο χωρίς δάκρυα, αδάκρυτος
2. αυτός που δεν προξενεί δάκρυα
3. αυτός για τον οποίο δεν χύνονται ή δεν χύθηκαν δάκρυα, ο αθρήνητος
3. σε περίπτωση πολέμου («ἄδακρυς πόλεμος», «ἄδακρυς μάχη») σημαίνει την επιτυχημένη και χωρίς απώλειες ή θύματα μάχη ή πόλεμο
4. σε γενικότερη χρήση μπορεί να σημαίνει χαρούμενη και απροβλημάτιστη περίοδο ζωής («ὑπό τροφῷ ἄδακρυς»).