άκοτος

From LSJ

Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab

Menander, Monostichoi, 508

Greek Monolingual

ἄκοτος, -ον (Α) κότος
ο απαλλαγμένος από οργή, εύθυμος, χαρούμενος.