ἄκοτος
From LSJ
English (LSJ)
ἄκοτον, free from anger, cheerful, Pi.Pae.1.3, cf. Hsch.
Spanish (DGE)
-ον benévolo νόημα Pi.Fr.52a.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκοτος: -ον, = ἄνευ γογγυσμοῦ ἢ ὀργῆς, «ἄκοτον, ἀόργητον», Ἡσύχ.
English (Slater)
ᾰκοτος free from anger πρίν τις εὐθυμίᾳ σκιαζέτω νόημ' ἄκοτον ἐπὶ μέτρα (Pae. 1.3)
Greek Monolingual
ἄκοτος, -ον (Α) κότος
ο απαλλαγμένος από οργή, εύθυμος, χαρούμενος.