άλπνιστος
From LSJ
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
Greek Monolingual
ἄλπνιστος, -η, -ον (Α) (υπερθ. του επιθ. ἄλπνος που απαντά μόνο ως σύνθετο, πρβλ. ἔπαλπνος)
γλυκύτατος, φίλτατος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. ἄλπνιστος (σύμφωνα με άλλη άποψη ἄλπιστος, χωρίς το πρόσφυμα -ν-) συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα αλπ- < Fαλπ, συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας Fελπ- (πρβλ. ἔλπομαι, ἐλπίς)].