ἔπαλπνος
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
ἔπαλπνον, (v. ἄλπνιστος) cheerful, happy, Pi.P.8.84 codd.; expld. by ἡδύς, προσηνής, Sch.
German (Pape)
[Seite 898] angenehm, νόστος Pind. P. 8, 88.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
doux, agréable.
Étymologie: ἐπί, *ἄλπνος, ἄλπνιστος.
Russian (Dvoretsky)
ἔπαλπνος: сладостный, приятный (νόστος Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔπαλπνος: -ον, (ἴδε ἄλπνιστος), ἡδύς, προσηνής, τοῖς οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη, «οἵστισι (τοῖς ἡττηθεῖσιν) ἐκ τῆς Πυθίας ἡ ἀνακομιδὴ οὔτε ἡδεῖα οὔτε προσηνὴς ἐγένετο» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 8. 120.
English (Slater)
ἔπαλπνος cheerful τοῖς οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη (ἡδύς, προσηνής. Σ.) (P. 8.84)
Greek Monolingual
ἔπαλπνος, -ον (Α)
γλυκός, προσηνής, ευχάριστος, τερπνός («νόστος... ἔπαλπνος», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλπνός (θετ. βαθμός του άλπνιστος «ηδύτατος, πολύ εύχάριτος»), τ. που απαντά μόνο στο ανωτέρω σύνθετο].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: pleasant v. t. (Pi. P. 8, 84, von νόστος).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: One derived the word from ἁρπαλέος (s. v.) < *ἀλπαλέος and connected *ἄλπιστος (s. ἄλπνιστος), wich would be an r-n-stem *ἄλπαρ, α῎λπν- as a bahuvrihi with adverbial prefix; improbable. On the stem Schwyzer 484 w. n. 2.
Frisk Etymology German
ἔπαλπνος: {épalpnos}
Meaning: angenehm o. ä. (Pi. P. 8, 84, von νόστος).
Etymology: Zu ἁρπαλέος (s. d.) aus ἀλπαλέος, *ἄλπιστος (s. ἄλπνιστος), wahrscheinlich von einem r-n-Stamm *ἄλπαρ, ἄλπν- als Bahuvrihikompositum mit adverbialem Präfix. Zur Stammbildung noch Schwyzer 484 m. A. 2 und Lit.
Page 1,532