άλφι

From LSJ

οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them

Source

Greek Monolingual

ἄλφι, το (Α)
βλ. άλφιτον.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Όρος που δήλωνε αρχικά είδος αλεύρου από κριθάρι σε αντίθεση με τις λ. ἄλειαρ, ἄλευρον. Αργότερα η λ. δήλωνε κατ’ επέκταση «το καθημερινό ψωμί, τον επιούσιο». Πρόκειται για αρχαίο τ. αθέματου (τριτόκλιτου) ουσιαστικού με παλαιότερο τ. πληθ. ἄλφατα, όπως φαίνεται από τη γλώσσα του Ησυχίου ἀλίφατα «ἄλφιτα ἤ ἄλευρα». Ετυμολογικά η λ. θεωρείται συγγενής με το αλβαν. el΄p, el΄bi «κριθάρι» και είναι πιθ. να ανάγεται στο IE albhi «κριθάρι». Κατ’ άλλη άποψη, η λ. είναι πιθ. να συνδέεται με το ἀλφὸς «υπόλευκος» και το λατ. albus «λευκός»].