αμυλοβακτήριο

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

το (Βιοχ.-Μικρβλ.)
αναερόβιο βακτήριο, πολύ διαδεδομένο στη φύση, κυρίως στον γαστρεντερικό σωλήνα τών Θηλαστικών. Ασκεί έντονη ζυμωτική δράση στα γλυκίδια, τα οποία διασπά και παράγεται βουτυρικό οξύ (βουτυρική ζύμωση).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < amylobacter, νεολατιν. επιστημον. όρος < amylo- < άμυλο (ν) + bacter < bacterium (πρβλ. βακτήριο)].