άρκιος
From LSJ
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
Greek Monolingual
(I)
ἄρκιος, -α, -ον (Α)
1. αρκετός
2. αυτός που αποκρούει τον κίνδυνο, ο ασφαλής, ο βέβαιος
3. ο χρήσιμος, ο ωφέλιμος
4. «ἄρκια νούσων» — φάρμακα για τις αρρώστιες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. συνδέεται με τα αρκώ, άρκος (θ. αρκ. < ΙΕ ρίζα areq- «προστατεύω, ασφαλίζω»), αλλά είναι ασαφείς τόσο ο σχηματισμός, όσο και η σημασιολογική του εξέλιξη και η ίδια η ετυμολογική προέλευσή του. Αρχικά σήμαινε «ασφαλής, βέβαιος» και αργότερα (Αλεξανδρινοί ποιητές, Ησύχιος) προσέλαβε τη σημασία «επαρκής, χρήσιμος»].
(II)
ἄρκιος, -α, -ον (Α)
άρκτειος.