τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
-η, -οο χωρίς σφαίρες ή βλήματα («άσφαιρα πυρά»).[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + σφαίρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Αιών].