Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
-η, -ο (AM ἔγγιστος, -η, -ον) (υπερθ. του εγγύς)
Ι. αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά
II. (το ουδ. ως επίρρ.) έγγιστα
1. πάρα πολύ κοντά, πλησιέστατα
2. φρ. «ως έγγιστα» — περίπου
αρχ.
1. προ ολίγου
2. φρ. «οἱ ἔγγιστα» — οι πολύ στενοί συγγενείς.