έκμετρος

From LSJ

οὐ γὰρ γίνονται ἐκπλήξιες τῆς γνώμης οὔτε μετάστασις ἰσχυρὴ τοῦ σώματος → therefore, they experience no mental anxiety and no physical shocks

Source

Greek Monolingual

ἔκμετρος, -ον (Α)
1. υπέρμετρος, αμέτρητοςὄλβος ἔκμετρος»)
2. (για πόδα ή στίχο) αυτός που ξεπερνά το μέτρο
3. ακράτητος, αχαλίνωτος.