έκμετρος
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
ἔκμετρος, -ον (Α)
1. υπέρμετρος, αμέτρητος («ὄλβος ἔκμετρος»)
2. (για πόδα ή στίχο) αυτός που ξεπερνά το μέτρο
3. ακράτητος, αχαλίνωτος.