έκρυθμος
From LSJ
Ἡ δ᾽ ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
Ἡ δ᾽ ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
-η, -ο (Α ἔκρυθμος, -ον)
ο εκτός ρυθμού, ο άρρυθμος
νεοελλ.
διαταραγμένος («έκρυθμη κατάσταση»)
αρχ.
1. άρρυθμος, χωρίς ρυθμό («ἡ μουσικὴ επιστήμη τίς ἐστιν ἐνρύθμων τε καὶ ἐκρύθμων», Σέξτ. Εμπ.)
2. (για σφυγμό) ανώμαλος (επίρρ., εκρύθμως και έκρυθμα).