ένδον

From LSJ

Περὶ τῶν ἐν κεφαλῇ τρωμάτων → Wounds in the Head, On Head Wounds

Source

Greek Monolingual

(AM ἔνδον)
επίρρ. μέσα, εσωτερικά («κραδίη... ἔνδον ὑλάκτει»)
αρχ.
1. (ιδίως) μέσα στο σπίτιἔνδον κατακρύπτων ἑαυτόν», Πλούτ.)
2. μέσα στη Βουλή («βουλευτάς ὄντας καὶ καθημένους ἔνδον»)
3. (με δοτ.) αντί της πρόθ. ἐνἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ», Πίνδ.)
4. (για βιβλίο) πιο κάτω, στη συνέχεια («τῷ τε Ἑρμείᾳ Παιᾱνα ἔγραψεν, ὅς ἔνδον γέγραπται»)
5. (με ρήμ. κινήσεως) προς τα μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Επιρρηματικός τ. που αντιστοιχεί ακριβώς στο χεττ. andan, παράλληλο τ. του anda, που συνδέεται με το λατ. endo, indu-. To πρόβλημα αν η λ. είναι σύνθετη με α' συνθετικό την πρόθεση εν και β' συνθετικό λεξικό στοιχείο που δήλωνε το «σπίτι» (πρβλ. δεσ-πότης, δάπεδον, δό-μος), οπότε το ένδον θα σήμαινε «μέσα στο σπίτι», δεν έχει επιλυθεί, εφόσον ούτε η αρχική σημασία «στο εσωτερικό» αλλά ούτε και η μορφολογική δομή του τ. μαρτυρούν κάποια σχέση με λέξη συνδεόμενη προς τη σημασία «σπίτι»].