μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
-η, -ο (AM ἔνυγρος, -ον)
1. (για ζώα και φυτά) αυτός που ζει στο νερό, ένυδρος, υδρόβιος
2. υγρός, κάθυγρος, γεμάτος υγρασία
αρχ.
1. ο γεμάτος νερό, νερουλός
2. αστρολ. ο προορισμένος να ζημιωθεί στη θάλασσα.