αγρογείτων

From LSJ

οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνεινchase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine

Source

Greek Monolingual

ἀγρογείτων (-ονος), ο (Α)
γείτονας στο ύπαιθρο, στην εξοχή, αυτός που έχει γειτονικό αγρό με κάποιον άλλον.