ἀγρογείτων
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
-ονος, ὁ, country neighbour, Plu.Cat. Ma.25, POxy.1106.2 (vi A.D.); ἀ. τινός having a field adjoining his, J.AJ8.13.8.
Spanish (DGE)
-ονος
propietario de la finca colindante ἀ. ὢν τοῦ βασιλέως I.AI 8.355, cf. Plu.Cat.Ma.25, PPetaus 24.7 (II d.C.), PCair.Isidor.69.14, 30 (IV d.C.), POxy.1106.2 (VI d.C.).
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ) :
voisin de campagne.
Étymologie: ἀγρός, γείτων.
Russian (Dvoretsky)
ἀγρογείτων: ονος ὁ сосед по полю Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρογείτων: -ονος, ὁ ἐν ἀγρῷ γειτνιάζων, Πλουτ. Κάτ. Πρεσβ 25· ἀγρ. τινός, ὁ ἔχων ἀγρὸν γείτονα τοῦ ἰδίου αὐτοῦ ἀγροῦ, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 8. 3, 8.
Greek Monotonic
ἀγρογείτων: -ονος, ὁ, γείτονας στην εξοχή, στους αγρούς, σε Πλούτ.