αδαμάντινος

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδαμάντινος, -ίνη, -ινον) ἀδάμας
νεοελλ.
1. ο κατασκευασμένος από αδάμαντα ή ο στολισμένος με διαμάντια, διαμαντένιος
2. ο σκληρός, στερεός ή διαυγής σαν διαμάντι
3. φρ. «αδαμάντινοι γάμοι», η εξηκοστή επέτειος τών γάμων ενός ζευγαριού (πρβλ. «αργυροί γάμοι», η εικοστή πέμπτη επέτειος, «χρυσοί γάμοι», η πεντηκοστή επέτειος)
«αδαμάντινος χαρακτήρας», για πρόσωπα με ειλικρινή, σταθερό και άμεμπτο χαρακτήρα
αρχ.
1. ο κατασκευασμένος από χάλυβα, χαλύβδινος
2. ο σκληρός σαν χάλυβας.