αειπάρθενος

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83

Greek Monolingual

ἀειπάρθενος, ο, η (ΑΜ) (αιολικός τύπος και ἀιπάρθενος)
αυτός που διατηρεί την παρθενική του αγνότητα σε όλη τη διάρκεια της ζωής του
2. στην εκκλησιαστική γλώσσα ως επίθετο της Θεομήτορος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεὶ + παρθένος.
ΠΑΡ. μσν. ἀειπαρθενεύω, αρχ.-νεοελλ. αειπαρθενία].