αηδονήσιος

From LSJ

Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches

Menander, Monostichoi, 548

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στο αηδόνι
2. γλυκός σαν το τραγούδι του αηδονιού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αηδόνι + παραγ. κατάληξη -ήσιος].