αθυρόγλωττος
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
Greek Monolingual
ἀθυρόγλωττος και -σσος, -ον (Α)
αυτός που δεν μπορεί να κρατήσει το στόμα του κλειστό, φλύαρος, αθυρόστομος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄθυρος + γλῶττα ή γλῶσσα.
ΠΑΡ. ἀθυρογλωττία, ἀθυρογλωττῶ].