αθυρόγλωττος
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Greek Monolingual
ἀθυρόγλωττος και -σσος, -ον (Α)
αυτός που δεν μπορεί να κρατήσει το στόμα του κλειστό, φλύαρος, αθυρόστομος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄθυρος + γλῶττα ή γλῶσσα.
ΠΑΡ. ἀθυρογλωττία, ἀθυρογλωττῶ].