αιματοκυλισμένος

From LSJ

Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab

Menander, Monostichoi, 508

Greek Monolingual

-η, -ο και αιματοκύλιστος και ματο- αιματοκυλίζω
1. κυλισμένος, βουτηγμένος στα αίματα, αιμόφυρτος
2. σκοτωμένος, δολοφονημένος
3. αυτός που βούτηξε τα χέρια του στο αίμα, που πήρε μέρος σε φόνο ή σε φονική συμπλοκή.