αισχρορρήμων
From LSJ
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
Greek Monolingual
(ονος), -ον (Α αἰσχρορρήμων)
ο αισχρολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰσχρὸς + -ρήμων < εἴρω «λέγω, δηλώνω».
ΠΑΡ. αἰσχρορρημονῶ, αἰσχρορρημοσύνη)].