ακαχίζω

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source

Greek Monolingual

ἀκαχίζω (Α)
1. θλίβω, πικραίνω (Όμ. π 432)
2. παθ. στενοχωρούμαι, πικραίνομαι (Όμ. δ 806).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Παράλληλος (σε -ίζω) τ. του ρήματος ἄχομαι, που έχει προέλθει με αναδιπλασιασμό (πρβλ. τους επίσης αναδιπλασιασμένους τύπους αορίστου και παρακειμένου του ρ. ἄχομαι: ἤκαχε, ἀκάχησε, ἀκάχημαι, καθώς και τον ένεστ. τ. ἀκαχύνω].