ἀκαχύνω

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαχύνω Medium diacritics: ἀκαχύνω Low diacritics: ακαχύνω Capitals: ΑΚΑΧΥΝΩ
Transliteration A: akachýnō Transliteration B: akachynō Transliteration C: akachyno Beta Code: a)kaxu/nw

English (LSJ)

= ἀχέω, inf. -έμεν Antim.80. ἀκεᾶνες· ἰχθύες (Ambrac.), Hsch.

Spanish (DGE)

(ἀκᾰχύνω)
• Morfología: [inf. ἀκαχυνέμεν Antim.157]
afligirse, estar disgustado, dolerse Antim.l.c., Hsch.
• Etimología: Posiblemente de la raíz de ἄχος.

Greek Monolingual

ἀκαχύνω (Α)
απαντά στους τύπους ἀκαχῡναι και ἀκαχυνέμεν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αναδιπλασιασμένος τ. ενεστώτα αντί ἄχομαιἀχέω) βλ. ἀκαχίζω.