Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
ἀκλεής, -ὲς (Α) κλέος1. ο δίχως φήμη, άδοξος2. επονείδιστος, άτιμος3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀκλεέςακλεώς, άδοξα.