ακολουθητικός
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀκολουθητικός, -ή, -ὸν) ἀκολουθῶ
νεοελλ.
1. εξακολουθητικός, συνεχής
2. αυτός που ακολουθεί, ο επόμενος
3. επίρρ. ακολουθητικά και -κώς
α) συνεχώς
β) κατά συνέπεια
αρχ.
ο διατεθειμένος, ο πρόθυμος να ακολουθεί.