Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
(Α ἀκρίζω)
νεοελλ.
1. οδηγώ σε μιαν άκρη, απομονώνω κάποιον
2. αποσύρομαι σε μιαν άκρη, παραμερίζω
3. (για πλεούμενο) πλευρίζω
μσν.
1. τρώω τις άκρες
2. κόβω την άκρη
αρχ.
βαδίζω στις μύτες τών ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκρος.
ΠΑΡ. αρχ. ἄκρισμα.
ΣΥΝΘ. ἐξακρίζω, ἐπακρίζω, ὑπερακρίζω.