ἐξακρίζω
From LSJ
English (LSJ)
αἰθέρα skim the upper air, E.Or.275; cf. ὑπεξακρίζω.
Spanish (DGE)
(ἐξᾰκρίζω)
ascender a, remontar ἐξακρίζετ' αἰθέρα πτεροῖς E.Or.275, cf. Eust.1636.49.
German (Pape)
[Seite 865] einen Gipfel erklimmen, αἰθέρα πτεροῖς Eur. Or. 275.
French (Bailly abrégé)
s'élever jusqu'au haut de, acc..
Étymologie: ἐξ, ἄκρος.
Russian (Dvoretsky)
ἐξᾰκρίζω: подниматься, взлетать (αἰθέρα πτεροῖς Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξακρίζω: ἀνέρχομαι εἰς τὰ ἀνώτερα στρώματα τοῦ ἀέρος, τί δῆτα μέλλετ’; ἐξακρίζετ’ αἰθέρα πτεροῖς Εὐρ. Ὀρ. 275.
Greek Monolingual
και ξακρίζω (Α ἐξακρίζω) άκρον
νεοελλ.
κόβω τις άκρες ενός πράγματος (π.χ. υφάσματος)
αρχ.
αγγίζω τις άκρες, την κορυφή.
Greek Monotonic
ἐξακρίζω: μέλ. -σω, αγγίζω, φθάνω την κορυφή ενός πράγματος, ἐξ.αἰθέρα, πετώ ψηλά διασχίζοντας τον αέρα, σε Ευρ.
Middle Liddell
fut. σω
to reach the top of, ἐξ. αἰθέρα to skim the upper air, Eur.