ἐξακρίζω

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξακρίζω Medium diacritics: ἐξακρίζω Low diacritics: εξακρίζω Capitals: ΕΞΑΚΡΙΖΩ
Transliteration A: exakrízō Transliteration B: exakrizō Transliteration C: eksakrizo Beta Code: e)cakri/zw

English (LSJ)

αἰθέρα skim the upper air, E.Or.275; cf. ὑπεξακρίζω.

Spanish (DGE)

(ἐξᾰκρίζω)
ascender a, remontar ἐξακρίζετ' αἰθέρα πτεροῖς E.Or.275, cf. Eust.1636.49.

German (Pape)

[Seite 865] einen Gipfel erklimmen, αἰθέρα πτεροῖς Eur. Or. 275.

French (Bailly abrégé)

s'élever jusqu'au haut de, acc..
Étymologie: ἐξ, ἄκρος.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰκρίζω: подниматься, взлетать (αἰθέρα πτεροῖς Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξακρίζω: ἀνέρχομαι εἰς τὰ ἀνώτερα στρώματα τοῦ ἀέρος, τί δῆτα μέλλετ’; ἐξακρίζετ’ αἰθέρα πτεροῖς Εὐρ. Ὀρ. 275.

Greek Monolingual

και ξακρίζωἐξακρίζω) άκρον
νεοελλ.
κόβω τις άκρες ενός πράγματος (π.χ. υφάσματος)
αρχ.
αγγίζω τις άκρες, την κορυφή.

Greek Monotonic

ἐξακρίζω: μέλ. -σω, αγγίζω, φθάνω την κορυφή ενός πράγματος, ἐξ.αἰθέρα, πετώ ψηλά διασχίζοντας τον αέρα, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. σω
to reach the top of, ἐξ. αἰθέρα to skim the upper air, Eur.