ακροσίδηρος

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102

Greek Monolingual

ἀκροσίδηρος, -ον (Α)
αυτός που έχει σιδερένια άκρη, αιχμή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + σίδηρος.