ακροσφαλής

From LSJ

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191

Greek Monolingual

-ές (Α ἀκροσφαλής)
αυτός που κινδυνεύει να πέσει, ο μη σταθερός, επισφαλής αβέβαιος
άρχ. ο ικανός να επιφέρει πτώση, ολισθηρός, επικίνδυνος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + -σφαλὴς < ἐσφάλην, σφάλλω.